- αὔραν
- αὔρᾱν , αὔραbreezefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αὐρᾶν — Αὔρης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐρᾶν — αὔρα breeze fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὔραν — Αὔρᾱν , Αὔρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὖραν — Αὔρης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Centavri — CENTAVRI, i, Gr. Κένταυροι, ων, (⇒ Tab. XIV.) 1 §. Namen. Dieser ist aus κεντάω, ich steche, und ταῦρος, ein Ochs, zusammen gesetzet, weil sie die ausgerissenen Ochsen des Ixions mit ihren Stacheln wieder zurück brachten. Serv. ad Virg. Gerog.… … Gründliches mythologisches Lexikon
επουριάζω — ἐπουριάζω (Α) 1. (για ούριο άνεμο) ωθώ προς τα εμπρός («ποιητικοῡ τινος ἀνέμου ἐπουριάσαντος τὰ ἀκάτια», Λουκιαν.) 2. (για πανιά) φουσκώνω («εἰ βλέποι τὴν μὲν αὔραν κούφως ἐπουριάζουσαν τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ουριάζω,… … Dictionary of Greek
ευδιανός — εὐδιανός, ή, όν (Α) εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾱν» ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + ανός* (πρβλ. ροδ ανός, τραγ ανός)] … Dictionary of Greek
μειλίσσω — (Α) 1. ευφραίνω, γλυκαίνω 2. φιλοξενώ κάποιον 3. καταπραΰνω, καθησυχάζω, εξιλεώνω («μειλίσσων αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν λαίφεσι χαίρειν», Ευρ.) 4. παρακαλώ 5. μτφ. (για ποταμό) καθιστώ καρποφόρα τη γη ποτίζοντάς την με τα νερά μου («λιπαροῑς… … Dictionary of Greek
ολόχρυσος — η, ο (ΑΜ ὁλόχρυσος, ον) κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον ὁλόχρυσον», Μαλάλ. Ι.) νεοελλ. μτφ. κατάξανθος («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», Σολωμ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόχρυσον το φυτό αείζωον το… … Dictionary of Greek
ELEAZAR BEN MATTATHIAS — (2nd century B.C.E.), Hasmonean; the fourth of mattathias sons (I Macc. 2:2–5). He was nicknamed Auran (Αυραν; ibid. 2:5) which in the original source may have been written with a ḥ – i.e., Ḥauran (as in Syriac) – or with an ayin – i.e., Auran.… … Encyclopedia of Judaism